- παλινάγγελος
- παλινάγγελος, -ον (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐξ ὑποστροφῆς ἄγγελος, ὅταν ἀπαγγείλας τινί, ἀπὸ τούτου ἑτέραν φάσιν ἐπιφέρῃ»2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παλινάγγελοςὀπίσω ἐπανελθὼν ἄγγελος».[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἄγγελος].
Dictionary of Greek. 2013.